- διπλό
- double
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Διπλό — Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων, κοντά στο βόρειο άκρο της Αντιπάρου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αντιπάρου του νομού Κυκλάδων. Ονομάζεται και Κάτω Φυρά … Dictionary of Greek
διπλό' — διπλόᾱͅ , διπλόη fold fem dat sg (doric aeolic) διπλόα , διπλόος twofold neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic) διπλόε , διπλόος twofold masc voc sg (epic doric ionic) διπλόαι , διπλόος twofold fem nom/voc pl (epic doric ionic) διπλόᾱͅ , διπλόος… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκατοκιλο- — διπλό πρόθημα που καθορίζει τον πολλαπλασιασμό ενός μεγέθους επί εκατό χιλιάδες … Dictionary of Greek
βαβιγκτονίτης — Διπλό πυριτικό άλας του ασβεστίου και του σιδήρου, που περιέχει μικρή ποσότητα μαγγανίου και νερό (μέχρι 1,6%). Είναι αυτοφυές. Ο χημικός του τύπος είναι της μορφής: [(CaFeMn) SiO3] ·Fe2SiO3 x H2O ο αριθμός των κρυσταλλικών υδατικών μορίων… … Dictionary of Greek
καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
δίπλωμα — το (AM δίπλωμα) το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. τσάκισμα, δίπλωση 2. έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα μια ικανότητα, ειδικότητα, αξία, πτυχίο εκπαιδευτικού ιδρύματος ή αρχής που δίδεται μετά το τέλος τών σπουδών, πτυχίο («δίπλωμα ιατρικής») … Dictionary of Greek
διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… … Dictionary of Greek
ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… … Dictionary of Greek
διένια ή διολεφίνες — Αλειφατικοί υδρογονάνθρακες που χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη δύο διπλών δεσμών στο μόριό τους. Ανάλογα με τη θέση των διπλών δεσμών μπορούμε να έχουμε τρεις τύπους ενώσεων: με συσσωρευμένους διπλούς δεσμούς όταν αυτοί είναι γειτονικοί μεταξύ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek